-
1 πρισις
πρῖσις, πρίσις- εως ἥ1) пиление, пилка(ὅ πρίων τῆς πρίσεως χάριν γέγονεν Arst.)
2) скрежет(πρίσεις ὀδόντων Plut.)
-
2 πρισις...
πρίσις...πρῖσις, πρίσις- εως ἥ1) пиление, пилка(ὅ πρίων τῆς πρίσεως χάριν γέγονεν Arst.)
2) скрежет(πρίσεις ὀδόντων Plut.)